-
1 из-за
из-за 1) (откуда ) (πίσω) από встать \из-за стола σηκώνομαι απ'το τραπέζι 2) (по причине) εξαιτίας, για я опоздал \из-за дождя άργησα εξαιτίας της βροχής* * *1) ( откуда) (πίσω) απόвстать из-за стола́ — σηκώνομαι απ'το τραπέζι
2) ( по причине) εξαιτίας, γιαя опозда́л из-за дождя́ — άργησα εξαιτίας της βροχής